- γεωγραφικός
- -ή, -όο σχετικός με τη γεωγραφία: Γεωγραφικό μήκος. – Γεωγραφικό πλάτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γεωγραφικός — geographical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφικός — ή, ό (AM γεωγραφικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωγραφία αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεωγραφικά πραγματεία με γεωγραφικό θέμα 2. «γεωγραφικός πίναξ» ο γεωγραφικός χάρτης 3. το θηλ. η γεωγραφική (ενν. τέχνη) η γεωγραφία … Dictionary of Greek
γεωγραφικά — γεωγραφικός geographical neut nom/voc/acc pl γεωγραφικά̱ , γεωγραφικός geographical fem nom/voc/acc dual γεωγραφικά̱ , γεωγραφικός geographical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφικῶν — γεωγραφικός geographical fem gen pl γεωγραφικός geographical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφικόν — γεωγραφικός geographical masc acc sg γεωγραφικός geographical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορδιλιέρα — Γεωγραφικός όρος που προέρχεται από την ισπανική λέξη cordillera (ορεινή αλυσίδα) και χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορεινών συστημάτων που περιλαμβάνουν πολλές οροσειρές. Η ονομασία κ. έχει δοθεί ειδικά στο ορεινό σύστημα των Άνδεων και σε … Dictionary of Greek
Ινδίες — Γεωγραφικός όρος, σπάνια χρησιμοποιούμενος πλέον, ο οποίος υποδηλώνει δύο μεγάλες περιοχές, πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους: μία στη νοτιοανατολική Ασία, που ονομάζεται Ανατολικές Ινδίες, και μία στην Κεντρική Αμερική, που ονομάζεται Δυτικές… … Dictionary of Greek
Υπερκαυκασία — Γεωγραφικός όρος, που δεν χρησιμοποιείται συχνά σήμερα. Δηλώνει τις περιοχές που βρίσκονται στα Ν του Μεγάλου Καύκασου και περιλαμβάνει τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Το κλίμα της περιοχής είναι ήπιο, επειδή η ψηλή οροσειρά την… … Dictionary of Greek
γεωγραφικοῖς — γεωγραφικός geographical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωγραφικοῦ — γεωγραφικός geographical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)